- ρωδίγξ
- και ῥώτιγξ, -ιγγος, ἡ, Αστον πληθ. ῥώδιγγες και ῥώτιγγες(κατά τον Ησύχ.) «πληγαὶ ὕφαιμοι διακεκομμέναι, οἱ δὲ μώλωπες».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. με εκφραστικό επίθημα -ιγξ (πρβλ. στρόφ-ιγξ, φόρμ-ιγξ). Κατά μία άποψη, ο τ. ρώδιγγες σχηματίστηκε < ρώτιγγες κατ' αναλογία προς το σμώδιγγες «μώλωπες», ενώ κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. συνδέεται με αρχ. σλαβ. vrědŭ, ρωσ. vered «πύο, πληγή» και λατ. rodo «φθείρω, χαλώ»].
Dictionary of Greek. 2013.